- μαθητεία
- Όρος του εργατικού δικαίου που δηλώνει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο μαθητευόμενος, γενικά σε ηλικία 14 έως 20 ετών, κατά την πρακτική εκμάθηση ενός επαγγέλματος ή ειδικότητας, κυρίως στον βιομηχανικό και στον βιοτεχνικό τομέα, υπό την καθοδήγηση έμπειρων προσώπων. Κατά τη διάρκεια της μ. ο μαθητευόμενος τελεί σε σχέση εξαρτημένης εργασίας, που διέπεται κατ’ αρχήν από τις διατάξεις περί σύμβασης εργασίας, παρά το γεγονός ότι το περιεχόμενο της σχέσης αυτής παρουσιάζει αρκετή ιδιοτυπία, ενώ, εξάλλου, υπόκειται στις ιδιαίτερες προστατευτικές διατάξεις περί ανηλίκων, για τους οποίους προνοούν σήμερα οι νομοθεσίες των διάφορων κρατών (στην Ελλάδα με αφετηρία ιδίως το ν. ΔΚΘ /1912), σύμφωνα με τις οδηγίες του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας (ιδιαίτερα της γενικής συνέλευσης του Ιουνίου 1939). Με τη σύμβαση μ., ο εργαζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να παρέχει την εργασία του στον εργοδότη, ο οποίος αναλαμβάνει την αντίστοιχη υποχρέωση να του διδάξει την τέχνη ή την ειδικότητα, που αποτελεί το αντικείμενο της εργασίας. Στοιχείο διάκρισης, δηλαδή, μεταξύ της αμιγούς σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και της σύμβασης μ. είναι το αν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν κυρίως στην παροχή υπηρεσιών ή στην προαγωγή του ατομικού οφέλους του μαθητευόμενου με την εκπαίδευσή του.
Η σύμβαση μ. είναι γνωστή στο αρχαίο βαβυλωνιακό δίκαιο, στο ελληνιστικό δίκαιο, στο δίκαιο των μεσαιωνικών συντεχνιών κλπ., αλλά το περιεχόμενό της έχει υποστεί ριζικές μεταβολές στο σύγχρονο δίκαιο. Στο συντεχνιακό δίκαιο του Μεσαίωνα, ο μαθητευόμενος κατέβαλε ο ίδιος αμοιβή στον δάσκαλο-εργοδότη του, ενώ σήμερα θεωρείται γενικά ότι συμβάλλει στην παραγωγική διαδικασία και αμείβεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες και διαβαθμίσεις, που ρυθμίζονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή από τις διατάξεις περί κατώτατων ημερομισθίων. Εξάλλου, ενώ στο παλιότερο δίκαιο των συντεχνιών, ο προσωπικός δεσμός μαθητευόμενου-δασκάλου έδινε στον τελευταίο ιδιαίτερες εξουσίες (για παράδειγμα, να επαναφέρει τον μαθητευόμενο στην εργασία σε περίπτωση που θα αποχωρούσε χωρίς νόμιμη αιτία), σήμερα η σύμβαση μ. και γενικότερα οι σχέσεις μ. διέπονται από τη γενική αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων και από τους ιδιαίτερους όρους της σύμβασης εργασίας.
Μαθητευόμενος εξασκείται πρακτικά στη χρήση ενός μηχανήματος.
* * *η (AM μαθητεία, Α ποιητ. τ. μαθητείη) [μαθητεύω]νεοελλ.το χρονικό διάστημα κατά το οποίο σπουδάζει κάποιοςμσν.-αρχ.η διδασκαλία που παραδίδεται στον μαθητή («ἐκπέσατε ἀπὸ τῆς μαθητείας Χριστοῡ», Στουδ. Θεόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.